- свалить
- свалить 1свалю, свалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. καταρρίπτω•
свалить снег с крыши ρίχνω κάτω το χιόνι από τη στέγη•
ветер -ил дерево ο άνεμος έρριξε κάτω το δέντρο•
болезнь -ла его на постель η άρρωστεια τον έρριξε στο κρεβάτι,
2. μτφ. ανατρέπω• γκρεμίζω.3. μτφ. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, γλυτώνω.4. μτφ. το (τα) ρίχνω, το (τα) φορτώνω σε (για ευθύνη, σφάλμα κ.τ.τ.). || αποδίδω, ανάγω.5. ρίχνω άτακτα•свалить в кучу ρίχνω σωρό, σωριάζω.
6. κλίνω, γέρνω.7. (κυνηγ.) απολύω, αφήνω όλα μαζί•свалить гончих αφήνω όλα μαζί τα λαγωνικά.
свалиться1. πέφτω•свалить с крыши πέφτω από τη στέγη•
свалить с лошади πέφτω από το άλογο.
|| καταρρέω, γκρεμίζομαι•старый дом -лся το παλαιό σπίτι έπεσε.
|| εμφανίζομαι απροσδόκητα.2. πέφτω βαριά άρρωστος. || (για ζώα)• ψοφώ.3. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω.4. (κυνηγ.) μαζεύομαι, συναθροίζομαι, (γ ι, α σκυλιά).εκφρ.свалить с плеч – (για ενδυμασία) κα-ταφθείρομαι, σώνομαι, λιώνω.свалить 2ρ.σ.1. φεύγω, ξεχύνομαι (για πλήθος, μάζες κλπ.),μετακινούμαι, μετατοπίζομαι,2. λιγοστεύω, ελαττώνομαι(κατά την έκταση)• (ζε)πέφτω•жара -ла ο καύσονας ξέπεσε.
свалиться(απλ.) περνώ, φεύγω (για σύννεφο).
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.